Αυτό ήρθε και θα μείνει...

Σάββατο 17 Μαΐου 2008

Η Συνέχεια...

Για τους φανατικούς και μη θαυμαστές του, ο Τομ Γουέιτς είναι ο poet laureate του περιθωρίου, η φωνή των απόκληρων αυτού του κόσμου, ο βασιλιάς του πεζοδρομίου, ο μεγάλος εκκεντρικός, το νυχτερινό γεράκι των φτηνών diners των αμερικανικών highways. Μια άλλη Αμερική, μιας άλλης πάστας τραγουδοποιός.
Κείμενο: Θανάσης Μήνας
*

Ο Γουέιτς έχει καταφέρει κάτι που ελάχιστοι καλλιτέχνες πριν και μετά από αυτόν έχουν κατορθώσει: όχι μόνο μπόρεσε να καθιερώσει μια ολότελα ξεχωριστή περσόνα για τον εαυτό του αλλά δημιούργησε έναν ολόκληρο μικρόκοσμο, τόσο «ψεύτικο» αλλά και τόσο «αληθινό» συνάμα, μέσα στον οποίο τοποθέτησε ετούτη την περσόνα. Ο κόσμος του Γουέιτς είναι το νουάρ Λος Άντζελες, που έχει ξεπηδήσει από τις νουβέλες του Τσάντλερ και του Μπουκόφσκι. Ένα σκηνικό που αποτελείται από σκοτεινά μπαρ, όπου συχνάζουν οι παρίες του Αμερικανικού Ονείρου, αυτοί που έχουν το βλέμμα τους καρφωμένο στο ποτήρι τους και που συνεχώς ορκίζονται μάταια ότι «τούτο το ποτό θα είναι το τελευταίο». Είναι σαν ένα τσίρκο της νύχτας, σαν ένας θίασος που εμπεριέχει νάνους, ρακένδυτους ζητιάνους, πόρνες-βασίλισσες και τροτέζες της παρακμής, σκληρούς πότες με πρησμένα μάγουλα, περιπλανώμενους πωλητές, παγωτατζήδες, ματάκηδες, φτωχοδιάβολους και μικροαπατεώνες, αξύριστους μπίτνικς, σκληροτράχηλους ναυτικούς που σκοτώνουν την ώρα τους μέχρις ότου να μπαρκάρουν ξανά... Είναι ένας κόσμος φτιαγμένος από όλα τα παράδοξα που συνθέτουν την ίδια την παρακμιακή γοητεία της Αμερικής.
Ο Γουέιτς, πρώτα από όλα, ήταν και παραμένει ένας μεγάλος παραμυθάς. Είναι ο ορισμός αυτού που οι Αμερικανοί αποκαλούν storyteller. Ένας αφηγητής ελάχιστα προφανής και αληθοφανής, αλλά και τόσο πειστικός. Οι ιστορίες που αφηγείται στους στίχους του είναι τόσο εξωπραγματικές που καταντούν... πιστευτές. Δεν έχει σημασία αν οι ιστορίες αυτές συνέβησαν ή όχι στ' αλήθεια, αν και οι στίχοι του είναι σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικοί. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι ο Γουέιτς διαθέτει μια τέτοια πειθώ ως αφηγητής, κεντώντας και την τελευταία λεπτομέρεια, ώστε σε πείθει ότι θα μπορούσαν να έχουν συμβεί στ’ αλήθεια. Οι ιστορίες αυτές μετουσιώθηκαν με τα χρόνια στους αστικούς μύθους που περιβάλλουν τον Γουέιτς και τους οποίους ο ίδιος έντεχνα έχει συντηρήσει έως σήμερα. Ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Τζέι Τζέικομπς, που είναι μάλλον κι ο πιο έγκυρος βιογράφος του, έχει εκφράσει την άποψη ότι ο Γουέιτς συντήρησε αυτούς τους μύθους για τον εαυτό του ως ασπίδα αυτοπροστασίας, επειδή ακριβώς είναι πολύ εσωστρεφής και διακριτικός ως άνθρωπος. Επειδή, παρά τη φήμη του, του αρέσει να περνάει απαρατήρητος μέσα στο πλήθος και, κυρίως, επειδή επιθυμεί να διατηρεί την (πραγματική) προσωπική ζωή του μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.

Η καρδιά του Σαββατόβραδου

Μια τέτοια ιστορία, ίσως η πιο απίστευτη από όλες, είχε διηγηθεί ο ίδιος στο press kit που συνόδευε το πρώτο του άλμπουμ («Closing Time») του 1973. Αν κάποιος θέλει να πιστέψει ετούτη τη διήγηση, ο Γουέιτς γεννήθηκε νύχτα μέσα σε ένα ταξί, έχοντας γένια τριών ημερών, κι η πρώτη του κουβέντα ήταν να πει στον ταξιτζή να τον οδηγήσει μέχρι τα μπαρ της Τάιμς Σκουέαρ για ένα «διπλό» στα γρήγορα. Ο μύθος του αιώνιου αλκοολικού είχε ήδη γεννηθεί...
Η πραγματικότητα, βεβαίως, είναι λίγο πιο πεζή. Ο Τόμας Άλαν Γουέιτς γεννήθηκε στις 7 Δεκεμβρίου του 1949 στη μικρή πόλη Γουίτιερ της Καλιφόρνια, κοντά στα σύνορα με το Μεξικό. Η μητέρα του ήταν νορβηγικής καταγωγής και ο πατέρας του είχε ιρλανδικές και σκοτσέζικες ρίζες. Ο πατέρας του ήταν επίσης ερασιτέχνης μουσικός (έπαιζε κιθάρα σε μια μαριάτσι μπάντα) και ήταν αυτός που πότισε το μικρό τότε Τομ με τις πρώτες του μουσικές ουσίες. Ο Γουέιτς χρόνια μετά θα δήλωνε ότι χάρη στον πατέρα του ερωτεύτηκε εξαρχής τις γλυκές μελωδίες των μεξικάνικων ραντσέρας. Γύρω στο 1965 εγκαταστάθηκε στο Σαν Ντιέγκο κι έπιασε δουλειά ως λαντζιέρης σε ένα τρισάθλιο diner ονόματι «Napoleone’s», το οποίο απαθανάτισε αργότερα στο «The Heart Of Saturday Night» (1974). Εκεί, όπως λέει ο ίδιος, άρχισε να γράφει τους πρώτους του στίχους, παρατηρώντας τους αλλόκοτους τύπους που σύχναζαν στο μαγαζί και τις γκροτέσκ καταστάσεις που βίωνε στην παρέα τους.

Λος Άντζελες εμπιστευτικό

Μια από τις πιο διάσημες ατάκες του Γουέιτς είναι ότι «κοιμόταν σε όλη τη διάρκεια των 60s». Τι εννοεί ο ποιητής; Εννοεί ότι απλώς δεν τον αφορούσαν όσα συνέβαιναν στα 60s, παρότι ως Καλιφορνέζος βρισκόταν στο επίκεντρο της counterculture της εποχής εκείνης. Ο Γουέιτς εκούσια δε βίωσε το καλοκαίρι της αγάπης και το αντιπολεμικό κίνημα. Η αισθητική των χίπις του ήταν ξένη. Τα παραισθησιογόνα δεν τον έλκυαν, καθώς το αλκοόλ είχε ήδη γίνει το «ναρκωτικό» που προτιμούσε. Τα μακριά μαλλιά και τα παντελόνια-καμπάνες δεν του ταίριαζαν. Τα ψυχεδελικά χρώματα φάνταζαν ξένα στο δικό του ασπρόμαυρο σύμπαν. Όσο πιο πολύχρωμα γίνονταν τα 60s τόσο περισσότερο ο Γουέιτς αναπολούσε τη νουάρ ατμόσφαιρα των 40s, σαν ένας άλλος Φίλιπ Μάρλοου που περιφέρεται σε πίνακα του Έντουαρντ Χόπερ, φορώντας μια φθαρμένη καμπαρτίνα και μια τσαλακωμένη τραγιάσκα κι έχοντας χαλαρή τη γραβάτα του.
Εκτός από το νουάρ, οι μπίτνικς ήταν η άλλη σταθερή αναφορά του, από την εποχή που πρωτοδιάβασε τις περιπέτειες του Τζακ και του Νηλ «Στο Δρόμο» και άρχισε και ο ίδιος να περιπλανιέται στην αμερικανική ενδοχώρα με μια Oldsmobile του '55, κάτι που επίσης απαθανάτισε στους στίχους του, τόσο στο «Ol’ 55» (από το «(Closing Time») όσο και στο «Meddley: Jack & Neal/California, Here I Come» (από το «Foreign Affairs» του 1977).
Η μουσική των 60s του ήταν επίσης ξένη. Η ποπ των Beatles, η ψυχεδέλεια του Φρίσκο και οι κιθάρες-θεριά του Χέντριξ δεν είχαν θέση στο τζουκ-μπόξ του Γουέιτς. Ο ίδιος προτιμούσε απείρως το πιάνο του Ρέι Τσαρλς (η μεγαλύτερη πρώιμη επιρροή του), το αρχέγονο ακουστικό μπλουζ του Δέλτα, το συγκοπτόμενο ρυθμό του be pop και του rhythm’n’blues, τους συνθέτες της χρυσής εποχής του Tin Pan Alley, το κλασικό american songbook του Γκέρσουιν και του Κόουλ Πόρτερ, την παράδοση του Κουρτ Βάιλ και του γαλλικού βοντβίλ.
Και, βεβαίως, αισθάνθηκε εξαρχής ότι βρήκε μια αδελφή ψυχή στο πρόσωπο του Χάρι Πατς, ήτοι του μεγαλύτερου εκκεντρικού από τους Αμερικανούς singer song writers του περασμένου αιώνα. Ο Πατς από τη δεκαετία του '30 και έως το θάνατο του (1974) χρησιμοποιούσε αντικείμενα καθημερινής χρήσης ως αυτοσχέδια μουσικά όργανα, παράγοντας αυτούς τους «μικρούς παράξενους (weird) ήχους», κατά πώς λέει κι ο Γουέιτς, τέχνασμα που αξιοποίησε κι ο ίδιος, ειδικά στην περίοδο από το «Swordfistrombones» (1983) κι έπειτα.

Motel Tropicana

Έχοντας αυτές τις καταβολές, ο Γουέιτς εγκαταστάθηκε στις αρχές στο μοτέλ «Tropicana», στη Σάντα Μόνικα του Λος Άντζελες, που ήταν τρόπον τινά το «"Chateau Marmont" των φτωχών» της εποχής εκείνης. Ζώντας για 9 δολάρια τη μέρα σε ένα μικροσκοπικό δωμάτιο γεμάτο αποφάγια, άδεια μπουκάλια, πεταμένα ρούχα και ακατάστατες σημειώσεις, όπου «το χαλί ήταν μονίμως λεκιασμένο και επί 6 χρόνια δε μου άλλαξαν ποτέ τα σεντόνια». Το «Tropicana» ήταν το ιδεατό περιβάλλον για να χτίσει ο Γουέιτς το μύθο του: το μύθο του ποιητή του πεζοδρομίου, του hobo που ξεμυτάει από την πόρτα του μόνο τις μικρές ώρες της νύχτας, όταν σβήνουν τα φώτα, για να περιπλανηθεί αθέατος στα στέκια της παρακμής και να αντλήσει υλικό για τα τραγούδια του.
Σε ένα τέτοιο στέκι τον πρωτάκουσε το 1972 ο Ντέιβιντ Γκέφεν, που τον υπέγραψε στην Asylum και προσπάθησε να τον επιβάλει ως το next big thing των αμερικανών τραγουδοποιών, σε μια εποχή κατά την οποία οι solo singer song writers είχαν πέραση. Μόνο που τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά, καθώς ήταν προφανές ότι ο Γουέιτς δεν ήταν και δε θα μπορούσε να γίνει ένας δεύτερος Σπρίνγκστιν ή ένας δεύτερος Τζάκσον Μπράουν, ούτε καν ένας δεύτερος Ράντι Νιούμαν. Όχι, παραήταν εκκεντρικός και one of a kind γι' αυτούς τους ρόλους. Ο Γουέιτς όχι μόνο δεν έγινε σταρ, αλλά την έβγαλε δύσκολα στο υπόλοιπο της δεκαετίας του 1970. Οι δίσκοι που ηχογράφησε για την Asylum («(Closing Time», «The Heart Of Saturday Night», «Nighthawks At The Diner», «Small Change», «Foreign Affairs», «Blue Valentine», «Heartattack and Vine»), παρά την αξία τους και τις καλές κριτικές, κινήθηκαν πολύ χαμηλά σε πωλήσεις.
Ο Γουέιτς επιβίωνε οικονομικά περιοδεύοντας με εξοντωτικούς ρυθμούς απ' άκρη σ' άκρη των ΗΠΑ και δίνοντας αλλεπάλληλες εμφανίσεις στα πιο «τελειωμένα» μαγαζιά των αμερικανικών μεγαλουπόλεων και, επίσης, χάρη στα δικαιώματα που εισέπραττε αραιά και πού από τις διασκευές άλλων στα τραγούδια του. Ο Τιμ Μπάκλεϊ τραγούδησε το «Martha», όπως και η Μπέτι Μίντλερ, οι Eagles το «Ol’ 55», ενώ κάμποσα δικά του διασκεύασαν η Μπόνι Ράιτ και οι δυο πιστοί του σύντροφοι στη νύχτα, ο Τσακ Ε. Βάις και η Ρίκι Αι Τζόουνς. Ο Γουέιτς δηλώνει για εκείνα τα δύσκολα χρόνια: «Ήμουν άρρωστος σε ολόκληρη την περίοδο εκείνη... Οι τουρνέ είχαν αρχίσει να με φθείρουν. Ταξίδευα συνεχώς, έμενα σε ξενοδοχεία, έτρωγα κακής ποιότητας φαγητό, έπινα πολύ, υπερβολικά πολύ. Υπάρχει ένα ολόκληρο lifestyle που δεν μπορείς να αποφύγεις όταν ζεις σε αυτούς τους ρυθμούς».

Σκυλιά της βροχής

Ο Γουέιτς ωστόσο κατόρθωσε να ξεφύγει. Πώς; Εφευρίσκοντας ξανά τον ίδιο του τον εαυτό στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '80. Ξεφεύγοντας από την ίδια του τη μανιέρα... Ο ήχος του σκοτείνιασε, ηλεκτρίστηκε, ανανεώθηκε, εμπλουτίστηκε από πλήθος στοιχείων (βαλς, ρούμπες, τάνγκο, πανκ-μπλουζ, αβαν-γκάρντ θόρυβοι) και τα τραγούδια του άρχισαν να μοιάζουν με καμβάδες του Τζάκσον Πόλοκ. Η φωνή του σκλήρυνε, νοτισμένη πια για τα καλά από τον καπνό και τη νικοτίνη. Ο παλιός crooner μεταμορφώθηκε σε ένα λαρύγγι που ακουγόταν σαν να έκανε γαργάρες με χαλίκια, σε έναν περίτρανα αντισυμβατικό ερμηνευτή, στην παράδοση των βρυχηθμών του Χόουλιν' Γουλφ και του Cpt Beefheart.
Η περίφημη πια τριλογία «Swordfistrombones» (1983), «Rain Dogs» (1985), «Franks Wild Years» (1986) στην Island αποθεώθηκε από τους κριτικούς και άγγιξε το ευρύτερο κοινό. Οι κινηματογραφικές του εμφανίσεις στις ταινίες του καλού του φίλου Φράνσις Φορντ Κόπολα («One From THe Heart», «Rumble Fish», «Outsiders», «Cotton Club» και αργότερα στο «Dracula»), και, φυσικά, στο «Down By Law» του Τζιμ Τζάρμους έκαναν παγκόσμια αναγνωρίσιμη τη χαρακτηριστική φιγούρα του. Στο κινηματογραφικό πλατό του Κόπολα συνέβη και η σημαντικότερη εξέλιξη στην προσωπική του ζωή. Η γνωριμία του με την επίσης συνθέτρια και στιχουργό Κάθλιν Μπρέναν εξελίχθηκε σε έρωτα, γάμο και, κυρίως, σε μια σχέση που κρατάει ως σήμερα και η οποία, όπως παραδέχεται κι ο ίδιος, σταθεροποίησε τον άστατο μέχρι τότε τρόπο ζωής του.
Με τη βοήθεια της Μπρέναν, ο Γουέιτς καθάρισε από το ποτό. Επιπλέον, χωρίς να απαξιώνει ή να αποκηρύσσει το παρελθόν του (αυτό, δα, έλειπε), βρήκε την αυτοπεποίθηση να απομυθοποιήσει τον ίδιο το μικρόκοσμο της αέναης παρακμής, που ο ίδιος έπλασε, και να αποδράσει από αυτόν. Βγήκε από το σκοτάδι στο ημίφως αλώβητος. Χωρίς να έχει πλέον να αποδείξει τίποτε σε κανέναν. Χωρίς να έχει ανάγκη από καμία μανιέρα. Όντας πλέον όχι απλώς ο από βούληση περιθωριακός που προκαλεί το ενδιαφέρον με τις εκκεντρικότητες του, αλλά ένας ολοκληρωμένος και απρόβλεπτος καλλιτέχνης, πρόθυμος και ικανός να επιφέρει τρανταχτές καινοτομίες με τη μουσική του.
Η συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή. Μια αβανταδόρικη συνεργασία με τους Ρόμπερτ Γουίλσον και Γουίλιαμ Μπάροουζ στο θεατρικό έργο «The Black Rider» (1991), που απέσπασε διθυραμβικές κριτικές... Ένα υπέροχο ορχηστρικό σάουντρακ για το φιλμ «Night On Earth» του Τζάρμους. Ένα βραβείο Γκράμι στην κατηγορία Καλύτερο Εναλλακτικό Ροκ Άλμπουμ με το σκληρό και πειραματικό «Bone Machine» (1992). Μια εκ νέου συνεργασία με τον Γουίλσον, γράφοντας τη μουσική για τη θεατρική παράσταση «Alice» (1992), που κυκλοφόρησε σε δίσκο δέκα χρόνια μετά, πακέτο με το «Blood Money».
Και μέσα σε όλα αυτά, ο πιο ρηξικέλευθος δίσκος της καριέρας του: το «Mule Variations» (1999), αυτό το χωρίς προηγούμενο χαρμάνι από «ξύλινα μπλουζ, απογυμνωμένα γκόσπελ και πρωτοποριακά όσο και θορυβώδη αρτίστικα τεχνάσματα, που λειώνουν μαζί σε ένα προκλητικό ηχητικό γλυπτό φτιαγμένο από σκουπίδια», όπως το χαρακτήρισε το περιοδικό «Billboard». Κι έπειτα, η εξίσου συναρπαστική συνέχεια, πρώτα με το «Real Gone» (2002) και κατόπιν με το «Orphans», όπου απέδειξε ότι έχει να αντιτάξει απέναντι στον αμερικανικό νεο-συντηρητισμό πολιτικό λόγο, και πολύ δυνατό μάλιστα.
Η αναγνώριση ήταν πλέον καθολική. Η επιτυχία δεν τον έφθειρε, κάθε άλλο. Όσο, δε, μεγάλωνε η αναγνώριση του, τόσο περισσότερο άρχισε να αποστασιοποιείται από το star system, διάγοντας έναν διακριτικό και ήσυχο βίο, με τη σύζυγο και τα παιδιά του στις εξοχές της Καλιφόρνια, από τον οποίο «εξέρχεται» στον κόσμο μόνο όταν έχει πραγματικά κάτι να πει. Κι ο μύθος του αλκοολικού αλήτη με τα φθαρμένα ρούχα που γραφεί ιστορίες για τα πλάσματα της νύχτας; Αυτός υπάρχει ακόμη. Τον συντηρεί εν μέρει ο ίδιος, όποτε του κάνει κέφι, και άλλοτε τον διακωμωδεί, πάλι όποτε του κάνει κέφι.
Ο Γουέιτς παραείναι αληθινός για να είναι τσαρλατάνος, παραείναι εξωπραγματικός για να είναι γήινος και καθημερινός και, προπάντων, παραείναι ώριμος για να πάρει τον εαυτό του πολύ στα σοβαρά. Στη διάρκεια μια διάλεξης του σε ένα αμερικανικό πανεπιστήμιο το 2000, ιδού τι προέτρεψε τους ακροατές του να κάνουν στη ζωή τους: «Σκάστε το και γίνετε μέλη ενός τσίρκου. Κάντε ένα τατού, πηδήξτε πάνω σε ένα τρένο που κινείται. Φυτέψτε έναν κήπο και φυλάξτε τους σπόρους. Παντρευτείτε, κάντε παιδιά, φορέστε καπέλο. Γίνετε καλοί στο μαστίγιο που είναι φτιαγμένο από δέρμα ταύρου. Μην πείτε ψέματα, μην εξαπατήσετε, μην κλέψετε. Όλοι πρέπει να φέρνουν φασόλια στο τραπέζι. Να είστε αφοσιωμένοι στην εξερεύνηση των ετερόκλητων πτυχών του εαυτού σας. Να θυμάστε, τα πραγματικά απαραίτητα είναι αόρατα στο μάτι. Η ποιότητα του χρόνου που μοιράζεστε με κάποιον υπερνικά την ποσότητα. Και μην ξεχνάτε, υπάρχουν πάντα πολλά που μπορεί να κάνει κανείς με ένα wah-wah πετάλι και μια ντουντούκα...». Κυριολεκτικά, one of a kind....
*
Πηγή: Περιοδικό Soul & "Αθώος στα όνειρά σου" από την ATHENS VOICE/KOAN


Δεν υπάρχουν σχόλια: