Αυτό ήρθε και θα μείνει...

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2008

Το Μάτι Του Θεού...

*
*
*
Έψαχνα να βρω μία φωτογραφία του "Ματιού του Θεού" που είναι ζωγραφισμένο πάνω από την Αγία Τράπεζα σε πολλές ελληνικές εκκλησίες... Δυστυχώς δεν βρήκα τίποτα έως τώρα... Οι φωτογραφίες αυτές δόθηκαν από την NASA και είναι εντυπωσιακό πως η έκρηξη ενός άστρου μοιάζει τρομακτικά με την μορφή του ματιού. Ίσως τελικά οι αρχαίες φιλοσοφίες να είναι πράγματι περισσότερο προχωρημένες από την σημερινή τεχνολογία η οποία φυσικά ακόμα δεν είναι σε θέση να δώσει απαντήσεις στα μεγάλα φιλοσοφικά ερωτήματα. Το μάτι των Αιγυπτίων, των Σουμερίων, των Μάγιας, των Αρχαίων Ελλήνων, των Χριστιανών, των Βουδιστών, όλα διαφορετικά μεταξύ τους αλλά όλα ένα νόημα, μία ουσία... Ίσως τελικά κάπου εκεί έξω στην απέραντη μοναξιά του αχανούς και απείρου σύμπαντος να υπάρχει ένα Μάτι, ένα Θεϊκό Μάτι που να μας παρατηρεί και να βρίσκεται πίσω από κάθε μας σκέψη, κάθε μας κίνηση...

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Δημήτρη ,
χάρηκα για το ότι ανάρτησες "ΤΟ ΜΑΤΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ"
Σου στέλνω αποσπάσματα από διήγημα μου (σχετικό με το Μάτι του Θεού) που δημοσιεύτηκε πριν μερικά χρόνια στο περιοδικό ΑΙΟΛΙΔΑ, ίσως σε ενδιαφέρει

Στρατής Γιαννικος.....
.....
......

Πιάνει ο Υβ την αριστερή, τη βορινή πλευρά, γονατίζει. Ο Άλαν στο δεξί το κλίτος , γονατιστός κι αυτός. Ο Ταξιάρχης όρθιος- στητός μπρος στην Ωραία Πύλη. Ο Τσόπης παρατηρούσε από το φεγγίτη.
Κοίταζαν τα στοιχειά πότε κάτω τα μάρμαρα της εκκλησιάς, πότε σηκώναν το κεφάλι εμπρός, έτσι για λίγο φοβισμένα, να δουν του Ταξιάρχη τη θωριά. Στην τρίχα απάνω της στιγμής σηκώναν τα μάτια στο πιο ψηλό σημείο, στο θολωτό της εκκλησιάς.
Εκεί, πάνω απ’ την Ωραία Πύλη βρισκόταν ο Θεός. Το μάτι του καθάριο και υγρό. Περίγραμμα σαρκώδες, θεανθρώπινο. Στην κόγχη του ματιού το κόκκινο του ξεπλυμένου αίματος. Μέσα σε τρίγωνο εγγεγραμμένο σε κύκλο είχε σχηματισθεί. Στις τρεις γωνίες, τρία γράμματα: Ν, Ο, Ω.
Τρία τα γράμματα, τρεις κι ο Θεός, ο Άλαν, ο Υβ κι ο Αρχάγγελος. Πώς να διαβάσεις τον Θεό: ΝΟΩ, Ο ΩΝ, ΩΟΝ;
Ψιλά γράμματα για τους παπάδες, τους ψαλτάδες και τους ευσεβείς. ’Κείνη την ώρα δεν διάβαζε κανείς. Από-λογία, παρά-νοια, μετά-νοια των ξωτικών. Νύχτα πανσέληνη, νύχτα τρελών, νύχτα των αστεριών.



Στην εκκλησιά λυνότανε η γλώσσα του Υβ:
_ Θέλιμ’ λουστρέλλι είμι, μι λεν Γιουργέλλι, μι κουρουϊδέβγιν «Υβ»
_ Θέλιμ’ ανατουλή μι γένν’σει , αυγερινός.
_ Σι σάρκα μπήκα μπήκα σαν ισένα που μπήκις μεσ’ στ’ν Παναγιά.
_ Η μάνα μ’ μι χτένιζει, μι χάιδιβει τα μαλλιά.
Ο Άλαν αγέρωχος, φίλος Θεού.
_ Μι ξερ’ς θέλιμ’, ντιλάλ’ς, κήρυκας, Ερμής τα’ χουριού.
_Στη δύσ’ γιννήθ’κα απ’ τουν απουσπιρίτ’.
_Στ’ς κηδείις κ’βανώ τα εξαπτέρυγα, στητό τσιφάλ’.
_ Φωνή που ραϊζει, φωνή που σκιρτά.
Σαν τέλειωναν έκλεινε το μάτι του ο Θεός, σβήναν τα γράμματα, χαμογελούσε ο αρχάγγελος.
Γυρνούσαν έπειτα στο σπίτι, γυρνούσε ο ουρανός.
Έσβηνε της πανσέληνος το φως.




Ξημέρωσε .Τίποτε δεν κατάλαβαν στο χωριό. Δευτέρα , καινούρια μέρα για τους χωριανούς. Ξανά τα ίδια. Ξανά μονοτονία :Ελιές, κτήματα, αγάπες, τρελοί, αδέσποτοι, σαματάδες ,καβγάδες… Τίποτε δεν άλλαξε. Σαν να μην εξομολογήθηκαν τα στοιχειά αυτοπροσώπως σε κοτζάμ Θεό τις αμαρτίες τους- αμαρτίες όλων των χωριανών. Σαν να μη γέλασε ο Ταξιάρχης, Σα να μην έκλεισε το μάτι του ο Θεός.

Ο Τσόπης άγρυπνος έμεινε όλη τη νυχτιά. Τον κράταγε ξύπνιο η έγνοια της χτεσινής μέρας. Ένα μεγάλο ερωτηματικό πλανιόταν στη σκέψη του.
_ Εντάξει, τα ξωτικά ίσως ,ούτε που θα θυμούνται τη χθεσινή μέρα. Άντε κι εγώ να την ξεχάσω. Μα εκείνο το κλείσιμο του ματιού; Εκείνο το χαμόγελο;
Πανικοβάλλεται, ανεβοκατεβαίνει στο πατάρι του φαρμακείου ασταμάτητα, ξύνει την κούτρα του , το μυαλό του πελεκά.
Ξάφνου σαν αστραπή του ’ρχεται η ιδέα. Μηνάει της γυναίκας του πως θα κάνει μια βδομάδα να τη δει. Κλείνει τις γρύλλιες του μαγαζιού, τοιχοκολλάει ένα σημείωμα:
« Ο Κύριος-Κύριος Τσόπης – Ιουλιανός θα απουσιάσει για μια εβδομάδα. Μην ανησυχείτε. Εφτάψυχα , κακά σκυλιά ψόφο δεν έχετε.»

Μόλις που έπεφτε το φως γύρναγε με μαύρη καμπαρντίνα, μαύρα γυαλιά, σηκωμένο γιακά, παραφυλάγοντας τα ξωτικά.
Για τον Άλαν εύκολη η συνταγή, το χλωροφόρμιο μέσα στον μπακλαβά. Πάει να τον φάει ο Άλαν πέφτει ξερός.
Του Υβ λίγο δύσκολη η αρπαγή, έμπλεκε με το δρομολόγιο. Ο δρόμος ήταν πολυσύχναστος. Πέρασε πρώτη μέρα, δεύτερη, Τρίτη βραδιά που παραμόνευε ο Τσόπης κάτω από το γεφύρι του ποταμού. Κάποτε η ευκαιρία δόθηκε. Πάει κι ο Γιώργης στο φαρμακείο – ανακριτήριο. Κρυφά άνοιξαν οι γρύλλιες. Τους ανεβάζει στο πατάρι με τη βία.
_ Άμα είστε ξωτικά, ξέρετε πολλά, καμωνόσαστε τα ανήξερα, πιστεύετε σε Θεό ή Διάβολο, εμένα Δε με νοιάζει. Είμαι ο Τσόπης ο φαρμακοποιός. Θα τα ξεράσετε όλα αμέσως, αλλιώς θάνατος.
Ο Άλαν γελά:
_Κυρ’ Τσόπ’ θα βάλω τις φωνές!
Χωρίς δεύτερη κουβέντα πέφτει κατραπακιά, μιλιά ο Άλαν, τσιμουδιά.
_ Κυρ’ Τσόπ’, λέει ο Υβ, η μανούδαμ’ μι γυρεύγ’
_ Σκάσε και συ και ξέρνα τα.
Απόκριση καμιά, φωνή καμιά, δεν γνώριζαν τίποτα τα ξωτικά. Τους πέρασε για διαβόλους, τους ανάβει λιβάνι. Τους πέρασε για Θεούς, τους κερνάει ούζο. Μάταιος κόπος. Τους στέρησε το φαϊ. Τίποτε αυτοί. Τέλος τους απείλησε με σκάρτα γιατρικά. Φοβήθηκαν, έτρεμαν, τους έπιασε σύγκρυο, φόβος, πανικός.
_Έλεος. Έλεος κυρ Τσόπ’, φώναζαν με μια φωνή.
` _ Το μόνο που γνωρίζουμε κι είναι διαταγή: Κάθε πανσέληνο, τρεις η ώρα τα χαράματα μας θέλει ο Ταξιάρχης στην εκκλησιά.
_ Είναι για παρέα; Είναι από χαρά: Είναι παραξενιά;
_ Ξέρουμε μόνο πως είναι Θεού διαταγή, του Ταξιάρχη προσταγή. Έλεος αφέντη, όχι γιατρικά. Δε γνωρίζουμε του Αρχάγγελου τα μυστικά.




Σε κανέναν Δε συνέφερε να μαθευτούν στο Δεσποτικό τα συμβάντα εκείνης της νυχτιάς.
Τα ξωτικά θα έχαναν την ησυχία τους. Μούμιες θα τα κάνανε, θα τα ευλογούσαν και θα τα λάτρευαν στους νάρθηκες ή ακόμη χειρότερα θα καίγονταν στο προαύλιο της εκκλησιάς.
Ο Τσόπης σχεδίαζε να συνεχίσει την έρευνα, να μπει στο πετσί του Ασώματου, στο μάτι του Θεού. Τη φύση τους να μάθει.
Ούτε ακόμη και για το χωριό ήταν καλό. Θα αλλαξοπιστούσε από τις συνήθειες, θα χάλαγε το φτιασίδιωμα, το προσωπείο του. Θα γονάτιζε ολημερίς όπως οι μεμέτηδες. Καλύτερα άσωτο κι άσωστο.


Πέρασαν οι μέρες. Σάββατο βράδυ προς Κυριακή πρωί, επτά προς οχτώ του Νοέμβρη. Πανσέληνος. Από εσπέρας οι χωριανοί βάζανε τα καλά τους, στολίζονταν. Πήγαιναν κορδωμένοι στο ναό για να γιορτάσουν τον Ασώματο. Από το υπερώο, ,κείνη τη μέρα, ο Ταξιάρχης έραινε το εκκλησίασμα με πούπουλα. Οι ανύπαντρες τα μάζευαν. Άλλες τα έραβαν στα μαξιλάρια τους κι άλλες τα φύλαγαν για τον κλήδονα.
Μετά το σχόλασμα χοροί αξημέρωτοι: μπάλλοι, καρσιλαμάδες, αγιοπαρασκευγιώτικοι. Στις δώδεκα ακριβώς ο παπάς σφαλούσε βιαστικά την πόρτα της εκκλησιάς κι έτρεχε να ευλογήσει τα όργανα.
Σάββατο βράδυ προς Κυριακή πρωί όταν γινήκαν φέσι στον περίβολο του ναού όλοι οι χωρικοί, παπάδες, διάκοι και λαϊκοί.
Μπήκαν τότε μέσα στην εκκλησιά -απ’ τον φεγγίτη όπως και ο Άλαν την προηγούμενη φορά_ οι μόνοι απ’ όλο το χωριό νηφάλιοι και συνετοί, οι τρεις γνωστοί μας θεόμουρλοι.
Μάταια περίμεναν τον Μέγα Αφέντη, των Ουρανών τον Στρατηγό. Είχε κινήσει για τον πόλεμο. Ήταν η μέρα του κι ο Αη- Στράτης έπινε ρακί. Προσγειωμένος, σάρκινος , κατάντησε στουπί.
Μέσα στην εκκλησιά οι τρεις τρελοί και ο Θεός. Ο τελευταίος ως συνήθως αδιάφθορος κι αδιάφορος.
Τα ξωτικά εκστασιάστηκαν, χοροπηδούσαν. Θυμήθηκαν πως όταν ήτανε μωρά, μια τέτοια μέρα έπεσε από τον παπά η κοινωνία που τους πότιζε για να τους αποδιώξει τον σατανά. Έτσι κι αυτά από τότε έμειναν ακοινώνητα.
Ο Τσόπης τα κυνήγαγε για να τα ηρεμήσει. Φοβόταν το Θεό και τον Ασώματο που θα θα επέστρεφε, όπως πίστευε, από στιγμή σε στιγμή. Τρελός κι αυτός κι όμως ο άπιστος ’κείνη την ώρα φοβόταν τον Θεό. Δεν ήταν δα κι ανεξήγητο ένας άπιστος τρελός. Γιατί και στους τρελούς υπάρχουν πιστοί και άπιστοι. Όπως στους απίστους βρίσκονται πιστοί και στους πιστούς οι άπιστοι.
Έβλεπε ότι δεν μπορούσε να τους πιάσει, τους άφηνε να πίνουνε για θεία κοινωνία, θείο κρασί. Μεθάν τα ξωτικά, ανάβουν κεριά στο αργυρωμένο του Ασώματου εικόνισμα. Πάνω στο μεθύσι πέφτουν τα μανουάλια, πιάνει φωτιά. Απ’ τα κεριά έλιωσε το ασήμι, λαμπάδιασε το ουράνιο μαγαζί. Ξεχύθηκαν οι φλόγες, κάηκε το προαύλιο, κάηκε όλο το χωριό.
Ο Τσόπης μες την αντάρα και μεσ’ τη συμφορά αλλαξοπίστευσε και το Θεό παρακαλά:
_ Θεέ μου ΝΟΩ. Θεέ μου ΝΟΩ. Μετανοώ.
Τι κρίμα Εκείνος άφωνος έστεκε κι όπως πάντα αδιάφορος.
Ο Αρχάγγελος χαμογέλασε, πέταξε από το προαύλιο, εισήλθε τροπαιούχος στο Ναό.

Ήρθε η αυγή, σβήνει η σελήνη, σβήνει η φωτιά. Καρβουνιασμένα βρέθηκαν όλα τα σώματα. Μονάχοι που σώθηκαν σαν των παραμυθιών τον βασιλιά ήταν ο Τσόπης και τα δύο ξωτικά.
Ο Τσόπης μετανοιωμένος, μαρμαρωμένος, γονατιστός στο δάπεδο του μεσαίου κλίτους, το μάτι του Θεού να προσκυνά.
Ο Άλαν κι ο Υβ, μπροστά στο εικόνισμα ωσάν τιμητική φρουρά, μαρμάρωσαν κι αυτοί ενώ προσπαθούσαν να φορέσουν τα ασημένια του Αρχάγγελου υποδήματα.
Αλώβητη έμεινε κι η ασημένια εκκλησιά.




ΣΤΡΑΤΗΣ ΓΙΑΝΝΙΚΟΣ